Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2017

Το Σταυροδρόμι






 Η μέρα ήταν καθαρή, ο ήλιος έπεφτε αργά πίσω απ’ τις κορυφές του Ολύμπου, που μέσα απ’ το δωμάτιο τον μάντευε. Τίποτα δεν είχε χαθεί, και τίποτα δεν ήταν εδώ.
 Μια παράξενη κατάσταση, σαν δύο αγαπημένα αδέρφια χωριστά.
Σχεδίαζε το μέλλον· ήταν έτοιμος γι’ αυτό, περίμενε όμως κάτι, χωρίς να ξέρει τί. Περίμενε να του φανερωθεί, έλεγε Μίλα μου, όμως απέραντη σιωπή.
 Παρόλα αυτά ένιωθε έτοιμος να ξεκινήσει κι η αναμονή τον κρατούσε μόνο από ένα νύχι. Κοίταζε πίσω του έναν δρόμο που είχε περπατήσει με συντρίμμια· κάπου είχε αφήσει μια μάχη να μαίνεται χωρίς αυτόν. Ο παλιός του κόσμος είχε δύσει, ο νέος του δεν είχε ακόμα ανατείλει, πατούσε σαν πουλί σ’ ένα κλαδί με όρεξη να πετάξει. Ο ουρανός έξω απέραντος, ο κίνδυνος είχε κι αυτός χαθεί.

 Για το κοντινό μέλλον δεν είχε μεγαλεπήβολα σχέδια, ήθελε μόνο να ξεκινήσει, να ταχτοποιήσει εκκρεμότητες που είχαν μαζευτεί, μιας περιόδου που είχε περάσει χωρίς εκείνον, όμως τα τεφτέρια της έγραφαν τ’ όνομα του. Ήθελε να ξοφλήσει παλιούς λογαριασμούς, να μην χρωστά, τώρα που σχεδόν είχε ξοφλήσει με τον εφιάλτη του. Τώρα το να χρωστά τον γύριζε στον εφιάλτη του.

 Ήθελε να μετακινηθεί, να φύγει λιγάκι μακριά απ’ το παρελθόν, να πάρει μια απόσταση που την ένιωθε ως ασφαλείας. Να πάρει μια απόσταση από όσα ένιωθε. Ήταν γεμάτος ευγνωμοσύνη γι’ αυτό που περίμενε.

 Τι θα συνέβαινε τις επόμενες μέρες δεν γνώριζε, ήταν όμως σίγουρος πως κάτι θα συμβεί, είχε πάρει όλη την ελπίδα του, όλη την προσδοκία του, όλη τη λαχτάρα και τον πόθο του, τον είχε πάρει ολόκληρο, του είχε δοθεί του ανύπαρκτου. Είχε δοθεί σε κάτι που μόνο εκείνος το έβλεπε.  Ήταν παράξενη κατάσταση να έχει δοθεί σε κάτι άγνωστό του, και να σιγουρεύεται γι’ αυτό παραπάνω απ’ όλα τα γνωστά του πως υπάρχει.

 Δεν ήταν η πρώτη φορά που γνώριζε αυτή την κατάσταση, κι άλλες φορές την είχε γνωρίσει αλλά όχι από τόσο κοντά, από απόσταση αναπνοής. Κι άλλες φορές τον τράβηξαν έξω πράγματα που ήρθαν, όμως για λίγο και πάλι επέστρεφε, γιατί κάτι ακόμα είχε να μάθει και να βρει.
 Τώρα, είχε τραβήξει το σχοινί ως το ολότελα.

 Όταν το ξεκίνησε, πίστευε πως ήταν μεγάλος γι’ αυτά, για νέα σχέδια κι όνειρα, για μια νέα αρχή. Μα τώρα, καθώς το τελείωνε, αισθάνονταν πως ήταν μικρός γι’ αυτά κι αν χρειάζονταν σε δέκα χρόνια ξανά θα το ξεκινούσε. Προσπάθησε να εξηγήσει το γιατί.

 Ίσως όμως να μην το γνώριζε. Ίσως όλο αυτό που περιέγραφε να έγινε μόνο του και ξεκίνησε μια παλιά νύχτα. Τον είχε φωνάξει ένα παιδί, από τότε του μιλούσε μέσα στ’ αυτιά διαρκώς και δεν μπορούσε να μην το ακούει. Δεν έκανε τίποτα σ’ αυτή την κατάσταση με τη θέλησή του,  απ’ την άλλη όμως, ήταν βέβαιος πως όλα τα επέλεξε.

 Τώρα, γνώριζε που ήταν: σ’ ένα σταυροδρόμι, το γνώριζε γιατί υπήρχε μια άπνοια. Σε τούτη την άπνοια είχε βρεθεί κι άλλες φορές. Μετά από μια περίοδο, έναν αγώνα, κάτι μέσα του σταματούσε και ροκάνιζε το χρόνο, με λιγότερη επίγνωση όμως δεν το καταλάβαινε πως ήταν ένα σταυροδρόμι, πάντα όμως κάτι κρίσιμο συνέβαινε σ’ αυτό.
  Απ’ αυτό άνοιγε ένας δρόμος. Όμως σ’ αυτό το σταυροδρόμι, η αναμονή πάντα τον εξαντλούσε. Κάποιες φορές, απ’ αυτό το σταυροδρόμι, ήρθε κάτι και τον τράβηξε με βία.

 Κάποιες φορές, ήρθε στα χέρια του ένα βιβλίο, άλλες, κάποιος του μίλησε για ένα βιβλίο, άλλες πάλι φορές, εκεί που δεν το περίμενε, κάποιος άνθρωπος εμφανίζονταν. Όλ’ αυτά έφερναν έναν δρόμο, τον ακολουθούσε γιατί έπεφτε σ’ αυτόν ολόκληρος, άλλο κριτήριο δεν είχε για το σωστός. Ή ο άνθρωπος ολόκληρο θα τον άρπαζε ή το βιβλίο. Το βιβλίο θα φωτογράφιζε κάτι πολύ δικό του, ο άνθρωπος θα φωτογράφιζε εκείνον. Και στις δύο περιπτώσεις μηδέν το αλάνθαστο.

 Φυσικά, όλ’ αυτά φανέρωναν έναν τυφλό, που πρώτα προχωρά και μετά φτιάχνει δρόμο. Όμως ναι, έτσι ακριβώς συνέβαινε: πρώτα έριχνε το βήμα και μετά από κάτω έρχονταν και στρώνονταν ο δρόμος. Αυτό το έκανε, ακόμα κι όταν δεν γνώριζε οδοποιία, έτσι διέσχισε όλη τη γέφυρα. 

 Πως ήξερε ποιος δρόμος είναι ο δρόμος του; Ό,τι τον έπαιρνε ολόκληρο δικό του ήταν. 

triala

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου